παρακολουθούμαι

παρακολουθούμαι
παρακολουθούμαι, παρακολουθήθηκα βλ. πίν. 74
——————
Σημειώσεις:
παρακολουθώ, παρακολουθούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) και κατά το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ), κυρίως στον παρατατικό (παρακολουθιόμουν).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευφύλακτος — εὐφύλακτος, ον (Α) 1. αυτός που φυλάγεται ή φρουρείται εύκολα (α. «εὐφύλακτος ἡ καρδία» η καρδιά είναι καλά προφυλαγμένη, Αριστοτ. β. «εὐφυλακτότερον τὸ ὕδωρ τοῡ ἀέρος» το νερό συγκρατείται πιο εύκολα από τον αέρα, Αριστοτ.) 2. φρ. α) «εὐφύλακτός …   Dictionary of Greek

  • παρακολουθώ — παρακολουθώ, παρακολούθησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: παρακολουθώ, παρακολουθούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) και κατά το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ), κυρίως στον παρατατικό (παρακολουθιόμουν) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”